σταφνίζω

σταφνίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σταφνίζω" в других словарях:

  • σταφνίζω — Α [στάφνη] μετρώ με τη στάθμη, σταθμίζω …   Dictionary of Greek

  • σταφνίζω — στάφνισα, αλφαδιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστάφνιστος — και αστάφνιαστος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει ευθυγραμμιστεί με τη χρησιμοποίηση στάθμης («αστάφνιστος τοίχος») 2. ο αζύγιστος 3. όποιος δεν σταθμίζει τα έξοδά του, ο σπάταλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σταφνίζω < σταθμίζω] …   Dictionary of Greek

  • στάφνισμα — τὸ, Α [σταφνίζω] η μέτρηση με τη στάθμη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»